οἰκόπεδον

οἰκόπεδον
οἰκόπεδον
site of a house
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰκοπέδοιν — οἰκόπεδον site of a house neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοπέδοις — οἰκόπεδον site of a house neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοπέδου — οἰκόπεδον site of a house neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοπέδων — οἰκόπεδον site of a house neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοπέδῳ — οἰκόπεδον site of a house neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκόπεδα — οἰκόπεδον site of a house neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικοπεδικός — ή, ό (Α οἰκοπεδικός, ή, όν) [οικόπεδον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικόπεδο (α. «οικοπεδική διένεξη» β. οἰκοπεδικὸς πῆχυς» μονάδα μήκους) …   Dictionary of Greek

  • οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”